Σαν παροπλισμένα πάθη
σαν του σαρκασμού τ’ αγκάθι
σαν τα μάτια σου που κλαίνε
σαν τα δάκρυα που καίνε.
Σαν ένα νεκρό λουλούδι
σαν το πιο κενό τραγούδι
σαν μιας διάλεξης την πλήξη
σαν της Κυριακής την σήψη.
Σαν της θάλασσας το βάθος
σαν το πιο αστείο λάθος
σαν ένα άγνωστο σοκάκι
σαν μια κίνηση στο σκάκι,
σαν αέναη παρτίδα
σαν φτηνιάρικη σανίδα
σαν το πιο μεγάλο κύμα
σαν να κόπηκε το νήμα.
Σαν κλωστή που δεν τελειώνει
σαν το σίδερο που λιώνει
σαν μπαχτσές χωρίς χορτάρι
σαν γκολπόστ δίχως δοκάρι.
Σαν πικάπ χωρίς βελόνα
σαν βροχή δίχως σταγόνα
σαν το πιο καλό μου βέλος.
Παραμύθι, δίχως τέλος.. Παραμύθι!
Στάσιμη ηχώ ξανά το ουρλιαχτό μου
και δεν φτάνει καν να αγγίξει τ’ όνειρο μου.
Υποπροϊόν μιας φάλτσας μελωδίας
και συνάμα απόγονος θείας τραγωδίας.
Γκρίζο ξυπνητήρι για οφθαλμαπάτες
δώρο σε κουπόνι με εισαγόμενες πατάτες.
Τώρα τα κοιμιάσαμε σπασμένε μου καθρέφτη
κάνε το κομμάτι σου, μα μη με βγάλεις ψεύτη.
Δεν χωράει εδώ λοιπόν στραβάδι μου το ψέμα
κάθε εισιτήριο πληρώθηκε με αίμα.
Ανθυπομειδίαμα ζωγράφισε τη θλίψη
τώρα που τα σπάνια έχουνε εκλείψει.